Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… … Dictionary of Greek
Αρμένης-Βράιλας, Πέτρος — (Κέρκυρα 1812 – Λονδίνο 1884).Φιλόσοφος, νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε στην Κέρκυρα, την Μπολόνια και τη Γενεύη. Το 1840 διορίστηκε δικαστής των ανώτερων δικαστηρίων στη Ζάκυνθο και έπειτα υποθηκοφύλακας στην Κέρκυρα. Από το 1842 επιδόθηκε… … Dictionary of Greek
Πομπονάτιος, Πέτρος — (Pomponazzi). Ιταλός φιλόσοφος, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του αριστοτελισμού της εποχής της Αναγέννησης. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Πάντοβα και στη συνέχεια διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Πάντοβας, της Φεράρας… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ — (Haeckel, 1834 – 1919). Γερμανός φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσιογραφικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Βίρτσμπουργκ και της Βιέννης. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και διευθυντής του ζωολογικού… … Dictionary of Greek
Μάρτυρες του Ιεχωβά — (Jehovah’s Witnesses). Αμερικανική προτεσταντική αίρεση. Ιδρύθηκε το 1872 στο Πίτσμπουργκ από τον κληρικό Τσαρλς Τέιζ Ράσελ. Πριν αποκτήσουν τη σημερινή τους ονομασία (έως το 1931) τα μέλη της ονομάζονταν ρωσελίτες, χιλιαστές ή σπουδαστές της… … Dictionary of Greek